σπηρούνι

σπηρούνι
το, Ν
βλ. σπιρούνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπιρούνι — και σπηρούνι και σπερούνι, το, Ν μικρός περιστρεφόμενος τροχός τοποθετημένος στη φτέρνα τής μπότας τού ιππέα, η περιφέρεια τού οποίου φέρει αιχμές για τον ερεθισμό τού αλόγου, ο πτερνιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sperone < αρχ. γερμ. sporo] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”